Intangible cultural heritage items LOCAL
Πασχαλινά έθιμα στο χωριό Παλαιομονάστηρος Τρικάλων, Θεσσαλία Ο Τρανός χορός (ο μεγάλος χορός)
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, μετά τη λειτουργία στην εκκλησία, στην πλατεία του χωριού ή έξω από την εκκλησία, γυναίκες όλων των ηλικιών συγκεντρώνονται για να ξεκινήσουν το χορό.
Όλες οι γυναίκες του χωριού συμμετέχουν στο χορό φορώντας τις καλύτερες παραδοσιακές φορεσιές. Ο χορός αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο συμμετείχαν οι παντρεμένες γυναίκες όχι με τη σειρά της ηλικίας τους αλλά με τη σειρά του χρόνου που παντρεύτηκαν. Στο δεύτερο μέρος ακολουθούσαν οι ανύπαντρες κοπέλες. Αυτές κατά σειρά ηλικίας. Η μεγαλύτερη στην αρχή, μετά η νεότερη, η μικρότερη κ.ο.κ. Όλοι γνώριζαν την ηλικία και την ιδιότητα της κάθε κοπέλας. Επίσης, πατεράδες και γιοι μαζεύονταν από όλα τα γύρω χωριά, κάθονταν στην πλαγιά, στα πεύκα και έψαχναν το καλύτερο κορίτσι για να ζητήσουν σε γάμο το γιο τους.
Προεξάρχουσα είναι η γηραιότερη, ενώ πίσω της ακολουθούν γυναίκες και κορίτσια σε ημικυκλικό σχήμα. Όλες είναι ντυμένες με τοπικές φορεσιές και τραγουδούν πασχαλινά τραγούδια. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται στη φυσική ζωή, στο θρησκευτικό συναίσθημα και σε διάφορα κοινωνικά γεγονότα. Έχουν σκοπό να είναι χαρούμενα και αργόσυρτα.
Μετά από κάθε τραγούδι, ο χορός σταματά για λίγο και οι γυναίκες συνεχίζουν το επόμενο τραγούδι.
Η λιτανεία των εικόνων
Η λιτανεία των εικόνων αποτελεί σημαντική παράδοση σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας. Το θρησκευτικό αυτό γεγονός συνδυάζεται με σημαντικές ορθόδοξες χριστιανικές γιορτές.
Στο χωριό Παλαιομονάστηρο Τρικάλων, στη Θεσσαλία ( Κεντρική Ελλάδα) το έθιμο αυτό πραγματοποιείται αδιάλειπτα επί αιώνες.
Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, πιστοί όλων των ηλικιών που κρατούν εικόνες συγκεντρώνονται στο προαύλιο της εκκλησίας. Όσοι κρατούν τις εικόνες στέκονται σε ημικύκλιο με τον ιερέα στο κέντρο. Εκεί, ο ιερέας θα ευλογήσει τις εικόνες, ενώ αυτός που θα κρατήσει το λάβαρο της εκκλησίας θα επιλεγεί μέσα από μια διαδικασία. Στη συνέχεια, όσοι κρατούν τις εικόνες θα ξεκινήσουν την πορεία τους με το λάβαρο της εκκλησίας και την εικόνα της Ανάστασης του Χριστού στην κορυφή της ομάδας. Οι πιστοί κατεβαίνουν από το ναό και περπατούν γύρω από τις εικόνες τόσο στους κεντρικούς δρόμους του χωριού όσο και στην ύπαιθρο και στα λιβάδια, ψάλλοντας χαρούμενα τροπάρια για την Ανάσταση του Χριστού. Κατά τη διάρκεια αυτής της πομπής, οι χωρικοί βγαίνουν από τα σπίτια τους και στέκονται στο δρόμο για να περάσει η εικόνα. Επίσης, πολλοί τοποθετούν μικρά παιδιά στο πεζοδρόμιο, ώστε να περάσουν από πάνω τους όσοι κρατούν τις εικόνες και κατ’ επέκταση οι ίδιες οι εικόνες ως ευλογία.
Αυτό το έθιμο της περιφοράς των εικόνων, μέσω του οποίου ευλογούνται τόσο η φύση όσο και οι άνθρωποι, ανάγεται στην ελληνική αρχαιότητα.
Κατά την αρχαιότητα, οι Έλληνες είχαν τη συνήθεια να περιφέρονται στα χωράφια με τα ξόανα των θεών τους. Η πρακτική αυτή επιβίωσε και κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η τελετή πήρε άλλο νόημα και συνεχίστηκε. Αλλά από εκείνη την περίοδο, οι εικόνες των αρχαίων θεών αντικαταστάθηκαν από χριστιανικές εικόνες.
Η επιβίωση του συγκεκριμένου εθίμου τόσο στο χωριό Παλαιομονάστηρο στα Τρίκαλα όσο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας μαρτυρά τη σύνδεση με το παρελθόν και το πώς πρωτόγονες πρακτικές και έθιμα επιβιώνουν στη σημερινή εποχή της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης.
Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το ελληνικό ρήμα ” κλέω”, που σημαίνει καλώ κάποιον με ευχάριστους ήχους. Είναι παράγωγη λέξη από τον αρχαίο όρο “ο κλήδονας”, που σημαίνει θεϊκό σημάδι, το άκουσμα ενός οιωνού ή μιας προφητείας. Το όνομα συναντάται ήδη στον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία.
Στην Παλαιά Διαθήκη, υπάρχει αναφορά στον Κλήδονα και σε μαντικές τελετές ήδη από την περίοδο της εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο (περίπου 1500 π.Χ.). Στα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το έθιμο συναντάται ως λατρεία του Ήλιου. Στο χριστιανικό ημερολόγιο, κατά τη βυζαντινή περίοδο το έθιμο συνδέθηκε με τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, ως τον σημαντικότερο προφήτη.
Στη συνέχεια, το έθιμο θα ενταχθεί στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση και συγκεκριμένα στα θρησκευτικά έθιμα που συνοδεύουν τις εποχές του χρόνου και θα διαδοθεί ευρέως. Το έθιμο τελείται την 1η Μαΐου ή την 24η Ιουνίου και κατά τη διάρκειά του αποκαλύπτεται σε ανύπαντρες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού συζύγου. Πρόκειται για ένα κατεξοχήν γυναικείο έθιμο, το οποίο παρείχε στα κορίτσια την ευκαιρία για άτυπη δημόσια έκθεση μέσω του χορού και του τραγουδιού, καθώς και για συναναστροφή με το αντίθετο φύλο. Ένα έθιμο αγάπης με τελετουργικό έκφρασης της αγάπης.
Λεπτομερής περιγραφή:
Στο χωριό Παλαμονάστηρο Τρικάλων (Θεσσαλία) την πρώτη Μαΐου, μια ομάδα ανύπαντρων κοριτσιών συγκεντρώνονταν στην κεντρική πλατεία του χωριού, κρατώντας η καθεμία από ένα μπουκέτο λουλούδια. Ανάμεσα στα λουλούδια υπήρχε και ένα δαχτυλίδι. Ανάμεσά τους επέλεξαν το μεγαλύτερο σε ηλικία κορίτσι, το οποίο κρατούσε μια πήλινη λάρνακα, ενώ οι υπόλοιπες τη στόλιζαν με λουλούδια, γιρλάντες και πολύχρωμα τριαντάφυλλα. Σε ορισμένες περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας τα δαχτυλίδια από τα μπουκέτα περνούσαν μέσα από μια ζώνη, τα περνούσαν από μια αλυσίδα και τα στερέωναν ψηλά στη λαβή του αγγείου.
Στη συνέχεια κατέβαζαν το αγγείο, κρατούσαν τα χέρια σε κύκλο και τραγουδούσαν. Η μεγαλύτερη κοπέλα έπαιρνε τις ανθοδέσμες, τις έριχνε στη γούρνα και στη συνέχεια την έκρυβε σε έναν κήπο της γειτονιάς για 24 ώρες. Στη συνέχεια έστηναν ένα χορό και χόρευαν με τραγούδια μέχρι αργά. Τα νεότερα κορίτσια έκαναν στην άκρη για να μην τους αρπάξουν οι άντρες το κλειδί. Σε ορισμένες περιοχές τραγουδούσαν επίσης τραγούδια για το περιεχόμενο του εθίμου.
Στη δεύτερη φάση, μετά από 3 ημέρες, συγκεντρώνονταν το πρωί και η μεγαλύτερη κοπέλα έφερνε τη γλάστρα και τα άλλα κορίτσια έπαιρναν με ανυπομονησία το δικό τους μπουκέτο λουλούδια. Για εκείνο από τα νεαρά κορίτσια που είχαν ανοίξει τα περισσότερα μπουκέτα, ήταν η σειρά της να παντρευτεί. Στη συνέχεια ραντίζονταν με νερό και έλεγαν:
“Ελάτε και αρραβωνιασμένοι, παντρεμένοι” και ξανάρχιζαν το χορό. Μετά το τέλος του χορού, κάθε κορίτσι έριχνε το μπουκέτο της στο αυλάκι που είχε νερό για να μη χάσουν τη φρεσκάδα των λουλουδιών. Στη συνέχεια τα κορίτσια, αφού επέστρεφαν στο σπίτι τους, έπλεναν τα μαλλιά τους με το σαπουνόνερο.
Εν κατακλείδι, τα κορίτσια με τον παφλασμό του νερού προσπαθούσαν να ονειρευτούν τον μελλοντικό τους αρραβωνιαστικό! Μάντευαν τον νεαρό που θα παντρευτούν καθώς και αν θα έχουν μια όμορφη νιότη μέχρι την ερχόμενη άνοιξη!
Στους Σοφάδες της Καρδίτσας, στο κέντρο της Θεσσαλίας, διατηρείται ένα αρχαίο έθιμο που αναβιώνει το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Ονομάζεται “Ο βασιλιάς του βοσκού”.
Το έθιμο σχετίζεται με την κτηνοτροφία και τον τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το ετοίμαζαν και το πήγαιναν οι ιδιοκτήτες των κοπαδιών στο κοπάδι τους την πρώτη μέρα του χρόνου για να περάσει καλά ο καιρός αλλά και για να τιμήσουν τους βοσκούς που δούλευαν γι’ αυτούς.
Το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας, η σύζυγος του τσέλιγκα (αρχηγού βοσκού ή προβατοτρόφου) άρχιζε να φτιάχνει το ρολό. Στη μέση έφτιαξε το μαντρί με τον βοσκό να αρμέγει τις προβατίνες, τον σκύλο και τα ζώα του κοπαδιού. Στη συνέχεια το έψηνε, ενώ παράλληλα ετοίμαζε το φαγητό που θα μετέφερε ο άντρας της στο μαντρί την επόμενη μέρα.
Καθώς άρχιζε να νυχτώνει, η γυναίκα ξυπνούσε και ετοίμαζε το φαγητό, το κρασί και το ρολό στο ταγάρι (χειροποίητη υφαντή τσάντα). Στη συνέχεια ο σύζυγός της, ο τσέλιγκας, αφού σέλωνε το άλογο ή σέλωνε το γαϊδούρι και αφού κρεμούσε το ταγάρι, ξεκινούσε για το μαντρί.
Μέσα στη ζέστη όλοι οι ορεινοί δρόμοι ήταν γεμάτοι με καβαλάρηδες που μετέφεραν τρόφιμα στους στάβλους τους. Πολλές φορές χιόνιζε εκείνη την εποχή και καθώς τα ρούχα των ταξιδιωτών ήταν λευκά από το χιόνι, θύμιζαν τον Άγιο Βασίλη. Πολλοί από αυτούς τραγουδούσαν δυνατά και τα τραγούδια αυτά ακούγονταν σαν αγγελικοί ύμνοι μέσα στη σιωπή του συνήθως χιονισμένου πρωινού.
Την ίδια ώρα που οι τσελιγκάδες ήταν ήδη στο δρόμο για το μαντρί, ο βοσκός σε αυτό ξυπνούσε και άναβε τη φωτιά στην καλύβα για να ζεστάνει τους τσελιγκάδες που κρύωναν μέσα στην κρύα νύχτα. Τακτοποιούσε το χώρο και δημιουργούσε ένα πρόχειρο τραπέζι.
Ήταν αρκετοί τσέλιγκες μαζί με άλλους βοσκούς και αντάλλασσαν ευχές για το νέο έτος και έπιναν ρακί για να ζεσταθούν.
Μετά έφευγαν από την καλύβα και πήγαιναν στο μαντρί όπου ο τσέλιγκας έπιανε το κριάρι και αφού έκανε τον σταυρό του, έσπαγε το ρολό σε τέσσερα κομμάτια.
Στη συνέχεια έδινε λίγες μπουκιές στο κριάρι, σε μερικά πρόβατα και, βγαίνοντας από το μαντρί, τις έδινε στα ποιμενικά σκυλιά.
Στη συνέχεια επέστρεφαν στην καλύβα, κάθονταν σταυροπόδι γύρω από τη φωτιά και άνοιγαν το φαγητό. Πρώτα όμως έδιναν στον βοσκό το υπόλοιπο ψωμάκι και αυτός ήταν ο πρώτος που άρχιζε να τρώει αφού όλοι έκαναν τον σταυρό τους και ευχόταν ο ένας στον άλλον καλή χρονιά γεμάτη υγεία.
Όταν έτρωγαν, τραγουδούσαν και χόρευαν.
Αυτό το γλέντι και ο χορός σταματούσαν πριν από το μεσημέρι. Τότε καθάριζαν το τραπέζι και άφηναν το ψωμάκι και το υπόλοιπο φαγητό στον βοσκό. Πριν φύγει ο βοσκός, ο ίδιος οδηγούσε το κοπάδι έξω για να βοσκήσει, ώστε να το βλέπει και να το επιδεικνύει ο αφέντης του.
Με αυτό το πανάρχαιο έθιμο, κάθε τσέλιγκας έδειχνε την αγάπη του για το κοπάδι των ζώων αλλά και για τα πλεονεκτήματα που είχε στη δουλειά του. Πίστευαν ότι με τις ευχές που θα αντάλλασσε με τον βοσκό και με το τελετουργικό του περίτεχνα διακοσμημένου ψωμιού και τη διανομή του στα ζώα, η ευλογία και η θεία χάρη του θεού θα μεταφερόταν στο κοπάδι την πρώτη μέρα του νέου έτους. Πίστευαν ότι οι δημιουργικές δυνάμεις της ζωής, η θεά Χάρις, θα ήταν ευεργετική για το κοπάδι τους για καλή υγεία και ανάπτυξη. Επίσης, τα κακά πνεύματα και οι σκοτεινές δυνάμεις θα απομακρύνονταν από το κοπάδι για ολόκληρο το νέο έτος.
Τα Φάρσαλα είναι μια πόλη στην ανατολική Θεσσαλία και είναι διάσημη καθώς ήταν ο τόπος της περίφημης μάχης μεταξύ των δυνάμεων του Ιουλίου Καίσαρα και του Πομπήιου. Παράλληλα, το πιο διάσημο τοπικό προϊόν της πόλης των Φαρσάλων είναι ο χαλβάς.
Το όνομα ετυμολογικά προέρχεται από την αραβική λέξη hulw, που σημαίνει γλυκός. Βρίσκεται σε διάφορες παραλλαγές στην εμφάνιση και την υφή σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο εισαγωγής του στην Ελλάδα (πιθανότατα στα τέλη του 12ου αιώνα), αλλά σίγουρα αντιστοιχεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας στην περιοχή της Θεσσαλίας. Στη διαθήκη του κατακτητή της Θεσσαλίας, Turhan Bey (1446), αναφέρονται τα εργαστήρια των Χαλίλη, Ισά και Σιάχη στη Λάρισα, μια πόλη κοντά στα Φάρσαλα.
Πρόκειται για το παραδοσιακό γλυκό των Φαρσάλων. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, τα Φάρσαλα φημίζονται για τον χαλβά τους, με αποτέλεσμα ένας τύπος χαλβά, “σαπουνέ” να ονομάζεται “Φαρσαλικός χαλβάς”. Το 1817, ο Ιωάννης Οικονόμου – αναφέρει εγκωμιαστικά τον χαλβά των Φαρσάλων, θεωρώντας τον ως τον πολυτιμότερο σε όλη τη Θεσσαλία. Επιπλέον, το 1897, ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρει ότι τα Φάρσαλα είναι “πιο γνωστά και πιο φημισμένα, για τον πιο νόστιμο και μελωμένο χαλβά τους, που είναι ο πιο όμορφος και υπέροχος σε όλη την Ελλάδα”.
Στα Φάρσαλα αρχικά παρασκευάζονταν πέντε είδη χαλβά: α) ” πιρίντς”, με αλεσμένο ρύζι και ζάχαρη, β) ” κομμάτ”, σκληρός, λευκός, σε κομμάτια σαν τούρκικη απόλαυση, που πωλούνταν αποκλειστικά και μόνο στο παζάρι του Αυγούστου (μέχρι το 1960, γ) ” σουσάμ”, από σουσάμι ή στραγάλια, άμυλο και ζάχαρη, δ) το ” ασουτέ”, το οποίο ήταν νόστιμο, αλλά δύσκολο να διατηρηθεί (η παρασκευή του ” σουσάμ” και του ” ασουτέ” δεν μαρτυρείται μετά το 1920), και τέλος ε) το περίφημο ” σαπουνέ”, το οποίο παρασκευαζόταν με βούτυρο και το οποίο είναι γνωστό ως ” χαλβάς Φαρσάλων”.
Η άριστη ποιότητα των πρώτων υλών (ζάχαρη, αμύγδαλα, άμυλο, κατσικίσιο και πρόβειο βούτυρο), ο εξοπλισμός και η δεξιοτεχνία του έμπειρου τεχνίτη είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στην παραγωγή του χαλβά, το όνομα του οποίου συνδέθηκε άρρηκτα με την ιστορική πορεία της περιοχής. Η καραμελωμένη κρούστα από το σιρόπι και η ανάμειξη του βουτύρου με το άμυλο μέσα στα τοιχώματα του καυτού χάλκινου καζανιού σχηματίζουν ένα παχύρρευστο μείγμα, το οποίο μεταφέρεται σε ένα ταψί (τηγάνι) για να κρυώσει και να στερεοποιηθεί (± 12 ώρες).
Ο σταδιακός βρασμός στο τηγάνι αφήνει αυλακώσεις στον πυθμένα και τοποθετείται ανάποδα με την κρούστα από πάνω. Δεν χρησιμοποιούνται συντηρητικά. Οι βιομηχανίες παραγωγής της ήταν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και απασχολούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Με το πέρασμα του χρόνου και την ανάπτυξη της τεχνολογίας εντοπίζονται σημαντικές αλλαγές όπως η αντικατάσταση του ξύλου ως καύσιμο με αέριο και τα εκσυγχρονισμένα εργαστήρια.
Η οικονομική και εμπορική ζωή της περιοχής είναι συνυφασμένη με την παραγωγή χαλβά. Η αυξημένη παραγωγή και διακίνησή του τη δεκαετία 1960-70 συνδέεται με την εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης με στάση στα Φάρσαλα. Τότε, τα εργαστήρια δούλευαν 24 ώρες το 24ωρο για την εξυπηρέτηση των πελατών. Αντίθετα, η κατασκευή της νέας Εθνικής Οδού οδήγησε σε σταδιακή κρίση και μαρασμό της οικονομικής ευημερίας της περιοχής, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθεί ποτέ η φήμη, η ποιότητα και η γεύση του.
Κάθε χρόνο ο δήμος Φαρσάλων διοργανώνει την ετήσια “Γιορτή Χαλβά” με απώτερο σκοπό την προβολή και προώθηση των τοπικών προϊόντων (ζυμαρικά, μέλι, τσίπουρο, φακές, φιστίκια) και την εξωστρέφεια των τοπικών επιχειρήσεων.

Manisa Valiliği Türkiye
MAKGED Türkiye
National community center “Izgrev-1930” Bulgaria
DRUSTVO ZA RAZVIJANJE PROSTOVOLJNEGA DELA NOVO MESTO Slovenia
PANEPISTIMIO THESSALIAS Greece
support@digitalitinerants.com